- τάληρο
- Ασημένιο νόμισμα. Κόπηκε για πρώτη φορά στο Ιοάχιμσταλ (σημερινό Γιαχίμοφ) της Τσεχοσλοβακίας. Μερικά χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως νομισματική μονάδα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Πολωνίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας, των βόρειων γερμανικών επαρχιών της Αυστρίας κλπ. Η ονομασία τ. χρησιμοποιήθηκε με μερικές αλλαγές για τα μεγάλα ασημένια νομίσματα που περιείχαν περίπου 1 ούντσια (27-30 gr) ασήμι και κυκλοφορούσαν στην Ιταλία, στις Κάτω Χώρες, στην Ισπανία, στις αγγλόφωνες χώρες καθώς και αλλού.
* * *και τάλληρο και τάλιρο και τάλ- (λ)αρο, το, Ν1. μεταλλικό κέρμα που αντιστοιχεί σε πέντε δραχμές, πεντάδραχμο2. (γενικά) νόμισμα διαφόρων χωρών που αντιστοιχεί σε πέντε νομισματικές μονάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Tallero < γερμ. thaler < Joachimsthal, περιοχή τής Γερμανίας από τον άργυρο τής οποίας ήταν κατασκευασμένο το νόμισμα αυτό όταν κόπηκε για πρώτη φορά εκεί το 1519. Ο τ. τάλαρο με αφομοίωση τού -ι- σε -α-].
Dictionary of Greek. 2013.